- μαστιγοφόρους
- μαστῑγοφόρους , μαστιγοφόροςscourge-bearingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαστιγοφόρος — α, ο (Α μαστιγοφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει μαστίγιο («καὶ μαστιγοφόρους τριακοσίους ὑπηρέτας», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαστιγοφόρα (ζωολ. βοτ.) πρώτιστα πρωτόζωα ή πρωτόφυτα, τα οποία φέρουν ένα ή περισσότερα μαστίγια … Dictionary of Greek
παιδονόμοι — Στην αρχαιότητα, ονομάζονταν έτσι οι άρχοντες, που είχαν ως έργο τους την άμεση επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων καθώς και τη μέριμνα για την αγωγή τους. Παιδονόμοι υπήρχαν στη Σπάρτη, την Κρήτη και τη Μικρά Ασία. Τα παιδιά των Σπαρτιατών από… … Dictionary of Greek
σπόγγοι — Τα σφουγγάρια. Τύπος ασπόνδυλων με οργάνωση τόσο απλή, ώστε μερικοί ζωολόγοι τον περιλαμβάνουν σ’ ένα ειδικό υποβασίλειο των παραζώων, ενδιάμεσο μεταξύ των πρωτόζωων και των μετάζωων. Σχηματικά το σώμα των σ., που λέγονται και ποροφόρα, είναι… … Dictionary of Greek